ισχυρογνώμων

ισχυρογνώμων
ων, (όγνωμ)ον упрямый, упорный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ισχυρογνώμων" в других словарях:

  • ἰσχυρογνώμων — stiff in opinion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρογνώμων — ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, ον) αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο γνώμων, σκληρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρογνώμονα — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion neut nom/voc/acc pl ἰσχυρογνώμων stiff in opinion masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνωμονέστατος — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνωμόνων — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνώμονας — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνώμονες — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνώμονι — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνώμονος — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχυρογνώμοσιν — ἰσχυρογνώμων stiff in opinion dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»